- υφαντης
- ὑφάντης-ου ὅ [ὑφαίνω] ткач Plat., Arst., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑφάντης — weaver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφάντης — (textor). Γένος πτηνών της οικογένειας των Πλοκειδών. Περιλαμβάνει μικρόσωμα ή μεγαλόσωμα πουλιά με παχύ ράμφος μακρουλό και κωνικό. Τα φτερά και η ουρά του είναι μέτρια και καταλήγουν σε στρογγυλοειδή άκρα, τα δε πόδια τους είναι αρκετά ψηλά και … Dictionary of Greek
υφαντής — (textor). Γένος πτηνών της οικογένειας των Πλοκειδών. Περιλαμβάνει μικρόσωμα ή μεγαλόσωμα πουλιά με παχύ ράμφος μακρουλό και κωνικό. Τα φτερά και η ουρά του είναι μέτρια και καταλήγουν σε στρογγυλοειδή άκρα, τα δε πόδια τους είναι αρκετά ψηλά και … Dictionary of Greek
υφαντής — ο θηλ. υφάντρια και υφάντρα και φάντρα και ανυφάντρα τεχνίτης ειδικός στην υφαντική (βλ. λ.), ο ανυφαντής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑφαντῆς — ὑφαντός woven fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάνται — ὑφάντης weaver masc nom/voc pl ὑφάντᾱͅ , ὑφάντης weaver masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντῶν — ὑφάντης weaver masc gen pl ὑφαντός woven fem gen pl ὑφαντός woven masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάνταις — ὑφάντης weaver masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάντην — ὑφάντης weaver masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάντου — ὑφάντης weaver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάντῃ — ὑφάντης weaver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)